- παλαιστάς
- παλαιστά̱ς , παλαιστήfem acc plπαλαιστά̱ς , παλαιστήςwrestlermasc acc plπαλαιστά̱ς , παλαιστήςwrestlermasc nom sg (epic doric aeolic)παλαιστά̱ς , παλαστήpalm of the handfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.